Κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου
.
Ο Λύγος αγναντεύει πρόβατα |
Από κάποιο ψηλό βουνό ξεκίνησε ο λύκος… Χτες το βράδυ είδε στον ύπνο του πως έπεσε μέσα σε τρεις χιλιάδες άσπρα πρόβατα. Από τότε δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Ξεκίνησε και πάει να τα βρει. Πέρασε βουνά και βουνά. Δάση από έλατα κι από πεύκα, από καστανιές κι από οξιές. Περπάτησε τα φαράγγια και τις ράχες. Τρακ, τρακ, τρακ! το πάτημα του χτυπούσε δυνατά, σα να ήταν πεταλωμένος. Τ’ αγρίμια, που το γνωρίζουν αυτό το περπάτημα, έτρεξαν στην τρύπα τους. Πρώτη η αλεπού, καθώς ήταν ξαπλωμένη σε μια πέτρα, έτρεξε και χώθηκε στον τρίτο διάδρομο της φωλιάς της.
«Για να φεύγει η αλεπού», είπε ο ασβός, «κάποια μεγάλη δουλειά τρέχει»·και μπήκε σε μια ξένη τρύπα που τη βρήκε άδεια.
«Για να φεύγει ο ασβός», είπε το κουνάβι, «δεν είμαστε καλά. Κάποιος καλός κυνηγός θα βγήκε εδώ κάτω. Ας καθίσω, να μην πάει το τομάρι μου στην αγορά». Μπήκε μέσα στον κορμό ενός δέντρου εκατό χρονών. Εκεί ήταν το πατρικό του. Εκεί μέσα η μάνα των τους είχε δώσει το καλό γουναρικό, που φορούν αυτό και τ’ αδέρφια του.
Ο βοσκός Θανάσης Τσαχτσίρας με το κοπάδι του |
«Δρόμο, δρόμο!» είπε ο σκαντζόχοιρος και χάθηκε. Από τον πολύ το φόβο του δεν πρόφτασε ούτε να τιναχτεί. Μέσα στ' αγκάθια του έσερνε πολλά ξερά φρύγανα.
Μόνο η νυφίτσα δεν τρύπωσε ακόμη. Έτρεχε στα κλαριά μιας πελώριας καστανιάς, σα να ρωτούσε: «Τι είναι; Τι τρέχει;».
Δεν μπορεί η νυφίτσα να ζήσει αν δε μάθει όλα τα νέα. Κοίταξε παντού με τις γυαλιστερές χαντρίτσες των ματιών της, μα κανείς δε βγήκε να της πει τίποτα. Κι η πιο φλύαρη νυφίτσα είχε κρυφτεί.
«Για να κρυφτούν όλες οι γειτόνισσες», συλλογίστηκε, «θα πει πως κάτι σοβαρό τρέχει. Ας πάμε, μην έρθουν τίποτα σκάγια». Απάνω σ’ ένα ψηλό κλώνο κάθισε ακίνητη και μαζεύτηκε έτσι που να φαίνεται ένα με το κλαδί.
Κοπάδι αιγοπροβάτων στο βουνό "Πάσχος" |
Ο λύκος όλα αυτά τα καταλάβαινε. Ο αέρας τού έφερνε τη μυρουδιά των αγριμιών που έφευγαν. Είδε και τα χνάρια μερικών και κούνησε το κεφάλι του.
«Έννοια σας», είπε, «και δε βγήκα για σας. Πάω για καλό τραπέζι. Για ένα λύκο που βλέπει στον ύπνο του τρεις χιλιάδες πρόβατα, δεν αξίζετε τίποτα»·και προχώρησε.
Η πείνα του μεγάλωσε. Η δίψα του για αίμα ακόμη περισσότερο. Ακόνιζε τα δόντια του, "έκοβαν σαν το καλύτερο μαχαίρι", ήταν έτοιμος.
Μέσα στ’ άσπρα πρόβατα άρχισε να ονειρεύεται τώρα κι ένα μαύρο στη μέση. Ένα με χαϊμαλί. Μπορεί να είναι το λάγιο αρνί. Έτσι, σε κάποιο πρόβατο χαϊδεμένο από τον τσέλιγκα ήθελε να πέσει.
Ο Γερμανιώτης βοσκός Τάκης Τερλής |
Αφού περπάτησε πενήντα χιλιόμετρα, έφτασε στο βουνό Μουρίκι. Σταμάτησε ευχαριστημένος. Άκουσε τα κουδούνια από το κοπάδι του Θανάση: «Μπράβο, Θανάση», είπε, γιατί τα γνώρισε τίνος είναι.
Στην καλύτερη όμως στιγμή, τη στιγμή που ετοιμάστηκε να χιμήξει, έξαφνα είδε δυο ξαδέρφους του μπροστά, το Μούργο και τον Πιστό. Οι δυο αυτοί μαντρόσκυλοι του γερο-Θανάση πήδησαν απάνω του, μια τουφεκιά ακούστηκε, δεύτερη, τρίτη… Σε μια στιγμή μάζεψε όλη του τη δύναμη, τινάχτηκε μακριά και κατόρθωσε να τους ξεφύγει.
Φώναξαν οι τσοπάνηδες, το κοπάδι αναταράχτηκε, σκύλοι γάβγιζαν μακριά, η ταραχή απλώθηκε από ράχη σε ράχη.
Τομάρια λύκου και αλεπούδων στην Αχρίδα |
Τα αιγοπρόβατα του Γιώργου Τάσιου |
Ο Μούργος |
Τα πρόβατα του Γιώργου Δόβα στο βουνό "Αμάραντος" |
Σκύλα με το κουτάβι της |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου